- ξυλόπορτα
- ηπόρτα κατασκευασμένη εξ ολοκλήρου από ξύλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek